- ἀντικατάλλαγμα
- ἀντικατάλλαγμαsatisfactionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντικατάλλαγμα — το (AM ἀντικατάλλαγμα) νεοελλ. κάθε τι που απέκτησε ο νομέας της κληρονομιάς με εκποίηση αρχικού αντικειμένου της κληρονομιάς, το οποίο και αντικαθιστά αρχ. μσν. αυτό που δίνεται ως αντάλλαγμα … Dictionary of Greek
ἀντικαταλλάγματα — ἀντικατάλλαγμα satisfaction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)